Για μία απαράδεκτη παρέμβαση στο έργο ανακριτή και δικαστών κάνει λόγο ως πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Καβάλας ο Γιώργος Γραμμένος, αναφερόμενος στην παρέμβαση του Αρείου Πάγου για την υπόθεση Λύτρα. Ο κ. Γραμμένος εξήγησε τα νομικά δεδομένα που απορρέουν από την υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας από τον γνωστό δικηγόρο και πως μπορεί αυτή η υπόθεση να πάει ακόμη και στο αρχείο!
«Είμαι απέναντι σε κάθε λαμόγιο συνάδελφο που εμφανίζεται στις τηλεοράσεις και έχει πάρε δώσε με δημοσιογράφους και νομίζει ότι είναι κάποιος παριστάνοντας τον σπουδαίο. Ως φυσιογνωμία λοιπόν με τον κ. Λύτρα είμαι κάθετα αντίθετος όπως αντίθετος είμαι φυσικά στην απεχθή πράξη που και ο ίδιος ομολόγησε. Εδώ όμως μπαίνουνε και άλλα ζητήματα και δυστυχώς ο νόμος και η νομική έχει διάφορα θέματα τα οποία ο κόσμος δε τα ξέρει και υπάρχει παραπληροφόρηση. Συνδικαλιστικά οι δικηγορικοί σύλλογοι είμαστε κάθετα αντίθετοι στην παρέμβαση του Αρείου Πάγου. Είναι απαράδεκτες οι ενέργειες της εισαγγελέως και της προέδρου του Αρείου Πάγου να ζητάει να ελεγχθούν πειθαρχικά ο ανακριτής και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τις συγκεκριμένη υπόθεση. Αυτό θέλει μία εξήγηση γιατί δεν είναι η μόνη παρέμβαση που αυτή τη στιγμή κάνει ο Άρειος Πάγος και κατατρομοκρατεί τους δικαστές, φανταστείτε τον κάθε ανακριτή ή τον κάθε εισαγγελέα ο οποίος θα πρέπει να αποφασίζει όπως αυτός κρίνει με βάση τα στοιχεία τα οποία έχει στη δικογραφία, να επικρέμεται από πάνω του ο πειθαρχικός έλεγχος. Να διευκρινίσουμε ότι πειθαρχικός έλεγχος δεν σημαίνει και καταδίκη. Ήδη έχω επικοινωνήσει με τον κ. Βερβεσό στην Αθήνα και περιμένουμε τις αντιδράσεις της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων και του συντονιστικού μας επάνω σε αυτό το ζήτημα. Είναι απαράδεκτη παρέμβαση του Αρείου Πάγου σε κάθε περίπτωση».
«Το δεύτερο θέμα είναι το αν και κατά πόσον έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος, υπάρχει τροποποίηση με τον πρόσφατο νόμο του 2024 που τροποποίησε τον κώδικα ποινικής δικονομίας και τον ποινικό κώδικα, έχει σαφείς διατάξεις που αναφέρονται στην ενδοοικογενειακή βία, αυτές οι διατάξεις συμπληρώνουν το πλαίσιο που ισχύει με το νόμο 3600/2006. Με βάση λοιπόν αυτά τα νομοθετικά εργαλεία κρίνει ο εισαγγελέας και κρίνει και ο ανακριτής. Προσέξτε τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, σε αυτές τις περιπτώσεις για να λυθούν τα χέρια του δικαστή του ανακριτή και του εισαγγελέα να υπάρχει η θέληση του θύματος να μπει φυλακή ο θύτης. Είναι βασική και απαραίτητη προϋπόθεση αυτή. Όταν λοιπόν στην κατάθεση της η κυρία η οποία υπέστη είναι και συνάδελφος και λογικά το νόμο θα τον ήξερε αν και η τροποποίηση ισχύει από 1η Μαΐου. Όταν λοιπόν το θύμα έρχεται και περιγράφει ένα γεγονός αλλά δεν αναφέρει στοιχεία που προβλέπει ο νόμος μέσα, δηλαδή ο νόμος λέει για να χαρακτηριστεί κακούργημα, δεν είναι βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση ούτε 1 στο εκατομμύριο. Είναι επικίνδυνη σωματική βλάβη που είναι πλημμέλημα όμως ο νόμος μπορεί και αυτήν την πράξη να την χαρακτηρίσει κακούργημα εάν το θύμα δηλώσει ότι είναι τρομοκρατημένο, ότι φοβάται, ότι έχει απειληθεί, ότι φοβάται ότι θα ξανασυμβεί, να εκθέσει κάποια γεγονότα που να δικαιολογούν τη στάση αυτήν. Όταν αυτή η κυρία έρχεται και λέει ότι ξέρετε πρώτη φορά συνέβη αυτό, μία φορά συνέβη αυτό, δεν έχει ξανά συμβεί και ότι δεν έχω κάποιο πρόβλημα ιδιαίτερο δε μπορεί να προχωρήσει ο νόμος».
«Όλα αυτά είναι συνεννοημένα τώρα μη γελιόμαστε μεταξύ μας, έρχεται σε συμφωνία η πρώην γυναίκα του και κατέθεσε ότι αυτός είναι καλός και άγιος και ότι μια φορά που τον κατήγγειλα εγώ για ενδοοικογενειακή το έκανα για άλλους λόγους κτλ. Εδώ ήταν φανερό ότι το θύμα παρά τον άγριο ξυλοδαρμό που υπέστη και τις επικίνδυνες σωματικές βλάβες, πήγε στην κατάθεση της και είπε ότι εγώ πήγαμε σπίτι, ναι μεν ήμουν χτυπημένη και έτρεχε αίμα από την μύτη αλλά έκανα ένα μπάνιο, άλλαξα ρούχα και λοιπά. Η σκοπούμενη σωματική βλάβη σημαίνει ότι χτυπάω τον άλλον και παθαίνει κάτι ο άλλος που δεν είναι σε θέση να αντιδράσει, δεν έχει τις αισθήσεις του, είναι πολύ συγκεκριμένες οι περιπτώσεις που προβλέπονται στο ζήτημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης. Αυτή ούτε τις αισθήσεις έχασε, ναι μεν ήταν τα χτυπήματα σοβαρά, για αυτό και χαρακτηρίζεται επικίνδυνη σημαντική βλάβη».
«Δεν είχε αναφερθεί καθόλου το γεγονός ότι σε αυτές τις διαδικασίες τις ενδοοικογενειακής βίας υπάρχει και το καθεστώς της ποινικής διαμεσολάβησης, η ποινική διαμεσολάβηση έχει να κάνει με το αν τα δύο μέρη αποδεχτούν να ακολουθήσουνε μία θεραπεία, κυρίως ο κατηγορούμενος ο θύτης, που δήλωσε ο κ. Λύτρας ότι θα πάει σε ψυχολόγο, αυτή την διαδικασία αν την αποδεχτεί ο θύτης την αποδεχτεί και το θύμα και εφόσον γίνουν όσα προβλέπονται η υπόθεση πάει στο αρχείο, τόσο απλά».